επιχωμάτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιχωμάτωση | οι | επιχωματώσεις |
| γενική | της | επιχωμάτωσης* | των | επιχωματώσεων |
| αιτιατική | την | επιχωμάτωση | τις | επιχωματώσεις |
| κλητική | επιχωμάτωση | επιχωματώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιχωματώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιχωμάτωση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιχωμάτω(σις) + -ση < επιχωματώ(νω) + -σις[1]
Ουσιαστικό
επιχωμάτωση θηλυκό
- η συγκέντρωση μεγάλης ποσότητας χώματος σε ένα σημείο, με σκοπό να γεμίσει μια κοιλότητα ή να ανυψωθεί μια επιφάνεια
- ※ Παράλληλα, θα γίνει επιχωμάτωση των τμημάτων του εσωτερικού περιβόλου, όπου η στάθμη του εδάφους είναι πολύ χαμηλότερη, ως αποτέλεσμα των προγενέστερων ανασκαφικών ερευνών, ώστε να προστατευτούν τα κατώτερα τμήματα και η θεμελίωση της λιθοδομής. (*)
Αντώνυμα
Συγγενικά
- επίχωμα
- → δείτε τις λέξεις επιχωματώνω και χώμα
Αναφορές
- επιχωμάτωση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.