χωράω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χωράω < χωρ(ώ) + -άω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χωράω. Δείτε και το χωρώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική χωρῶ

Προφορά

ΔΦΑ : /xoˈɾa.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χωράω

Ρήμα

χωράω/χωρώ, πρτ.: χωρούσα/χώραγα, αόρ.: χώρεσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. μπορώ να μπω σε ένα χώρο, υπάρχει χώρος και για εμένα (για έμψυχα και αντικείμενα)
    χωράω να περάσω
    στους δύο τρίτος δεν χωρεί
    όλοι οι καλοί χωράνε
    το ντουλάπι χωράει μια χαρά στη γωνία
  2. (για αφηρημένες έννοιες) δεν υπάρχουν περιθώρια για αυτές, δεν χωράνε (στο γ΄πρόσωπο ενικού και πληθυντικού)
    Δεν το χωράει ο νους του ανθρώπου (το αδιανόητο γεγονός)
    δεν χωράει αμφιβολία ή δεν χωρεί αμφιβολία (είναι βέβαιο)
    δεν χωράει συζήτηση (είναι αποφασισμένο)
    Το δύο χωράει δύο φορές στο 4. Για βρες τώρα πόσες φορές χωράει παιδί μου το χαρτζιλίκι σου στο μισθό μου; Νομίζω μία και είναι καιρός να βρεις δουλειά!
  3. με τους αδύνατους τύπους της προσωπικής αντωνυμίας εγώ, εσύ, αυτός, δηλαδή με το μου ή με κ.λπ. σχηματίζονται φράσεις όπου το χωρώ μαρτυρεί ασυμβατότητα ή συμβατότητα διαστάσεων
    Τι το σιδερώνεις άδικα... Αφού δεν μου χωράει πια ρε μάνα!
    Μια χαρά σου χωράει αλλά δεν σ' αρέσει πια.

Κλίση

Σύνθετα

με το χωράω και χωρώ

με το χωρώ

  •  δείτε τη λέξη χωρώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.