χωρόχρονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωρόχρονος οι χωρόχρονοι
      γενική του χωρόχρονου
& χωροχρόνου
των χωρόχρονων
& χωροχρόνων
    αιτιατική τον χωρόχρονο τους χωρόχρονους
& χωροχρόνους
     κλητική χωρόχρονε χωρόχρονοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωρόχρονος < χωρο- + χρόνος, μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Raumzeit[1]

Ουσιαστικό

χωρόχρονος αρσενικό και χωροχρόνος

  • η ενιαία δομή τεσσάρων διαστάσεων που σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν αποτελούν ο χώρος και ο χρόνος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.