άνευ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- άνευ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄνευ
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈa.nef/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐νευ
Εκφράσεις
- άνευ λόγου / άνευ λόγου και αιτίας
- άνευ προηγουμένου
- άνευ όρων
Μεταφράσεις
άνευ
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.