δίχως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δίχως < αρχαία ελληνική δίχα

Πρόθεση

δίχως

  • χωρίς (δηλώνει έλλειψη ή εξαίρεση ή εναντίωση)

Εκφράσεις

  • (το) δίχως άλλο: οπωσδήποτε
  • με δίχως: δίχως, χωρίς (το με κατά πλεονασμό, στον προφορικό λόγο και τη λογοτεχνία)
    Ψυχαί νεκρών διαβαίνουσιν / με δίχως βίαν. (Ανδρέας Κάλβος, Ωδαί, «Ο Ωκεανός»)
    Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι (Ν. Καββαδίας, «Γυναίκα»)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.