χωριστά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χωριστά < χωριστός + < αρχαία ελληνική χωριστός < χωρίζω < χωρίς < χῶρος (/ χώρα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰeh₁ro- (εγκαταλειμμένος, έρημος)

Επίρρημα

χωριστά

  1. χωρίς να είναι μαζί (χρονικά ή τοπικά)
  2. ανεξάρτητα
  3. εκτός

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

χωριστά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.