χωματόδρομος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χωματόδρομος οι χωματόδρομοι
      γενική του χωματόδρομου των χωματόδρομων
    αιτιατική τον χωματόδρομο τους χωματόδρομους
     κλητική χωματόδρομε χωματόδρομοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χωματόδρομος < (χώμα, χώματος) χωματ- + -ό- + δρόμος

Ουσιαστικό

χωματόδρομος αρσενικό

Χωματόδρομος στα Αστερούσια Όρη της Κρήτης.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.