χωματόδρομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χωματόδρομος | οι | χωματόδρομοι |
| γενική | του | χωματόδρομου | των | χωματόδρομων |
| αιτιατική | τον | χωματόδρομο | τους | χωματόδρομους |
| κλητική | χωματόδρομε | χωματόδρομοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
