ρούγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρούγα οι ρούγες
      γενική της ρούγας
    αιτιατική τη ρούγα τις ρούγες
     κλητική ρούγα ρούγες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρούγα < μεσαιωνική ελληνική ρούγα < (άμεσο δάνειο) ιταλική ruga < λατινική ruga < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kreup < *kreu

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾu.ɣa/

Ουσιαστικό

ρούγα θηλυκό

  1. σοκάκι, δρόμος
  2. πλατεία
  3. γειτονιά, συνοικία

Παροιμίες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.