χρηστώνυμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρηστώνυμο τα χρηστώνυμα
      γενική του χρηστώνυμου
& χρηστωνύμου
των χρηστώνυμων
& χρηστωνύμων
    αιτιατική το χρηστώνυμο τα χρηστώνυμα
     κλητική χρηστώνυμο χρηστώνυμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρηστώνυμο < χρήστης + -ώνυμο (< (ελληνιστική κοινή) -ώνυμον, ουδέτερο του -ώνυμος < αρχαία ελληνική ὄνομα) ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική username)

Ουσιαστικό

χρηστώνυμο ουδέτερο

Συνώνυμα

  • όνομα χρήστη

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.