χουζούρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χουζούρης | οι | χουζούρηδες |
| γενική | του | χουζούρη | των | χουζούρηδων |
| αιτιατική | τον | χουζούρη | τους | χουζούρηδες |
| κλητική | χουζούρη | χουζούρηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χουζούρης < χουζούρ(ι) + -ης
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χουζούρι
Μεταφράσεις
χουζούρης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.