χουζούρεμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χουζούρεμα | τα | χουζουρέματα |
| γενική | του | χουζουρέματος | των | χουζουρεμάτων |
| αιτιατική | το | χουζούρεμα | τα | χουζουρέματα |
| κλητική | χουζούρεμα | χουζουρέματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χουζούρεμα < χουζουρε(ύω) + -μα
Ουσιαστικό
χουζούρεμα ουδέτερο
- η ενέργεια του χουζουρεύω, η τεμπέλικης διάθεσης παραμονή στο κρεβάτι μετά το ξύπνημα
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη χουζούρι
Μεταφράσεις
χουζούρεμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.