ραχάτι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ραχάτι τα ραχάτια
      γενική του ραχατιού των ραχατιών
    αιτιατική το ραχάτι τα ραχάτια
     κλητική ραχάτι ραχάτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ραχάτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική rahat < αραβική راحة (rāḥa: ξεκούραση, άνεση)

Ουσιαστικό

ραχάτι ουδέτερο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.