χορταστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χορταστικός | η | χορταστική | το | χορταστικό |
| γενική | του | χορταστικού | της | χορταστικής | του | χορταστικού |
| αιτιατική | τον | χορταστικό | τη | χορταστική | το | χορταστικό |
| κλητική | χορταστικέ | χορταστική | χορταστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χορταστικοί | οι | χορταστικές | τα | χορταστικά |
| γενική | των | χορταστικών | των | χορταστικών | των | χορταστικών |
| αιτιατική | τους | χορταστικούς | τις | χορταστικές | τα | χορταστικά |
| κλητική | χορταστικοί | χορταστικές | χορταστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χορταστικός < χορτασ- (< χόρτασ-α, αόριστος του χορταίνω) + -τικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.