χορτασμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χορτασμός | οι | χορτασμοί |
| γενική | του | χορτασμού | των | χορτασμών |
| αιτιατική | τον | χορτασμό | τους | χορτασμούς |
| κλητική | χορτασμέ | χορτασμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χορτασμός < (ελληνιστική κοινή) χορτασμός < αρχαία ελληνική χορτάζω
Ουσιαστικό
χορτασμός αρσενικό
- Ο θαυματουργικός χορτασμός πλέον των πέντε χιλιάδων (Ματθ. 14)
- Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση, το ξόδιασμα της δύναμης, ο χορτασμός της αποθυμιάς ("Ο μονόλογος του Μώμου" Κ. Βάρναλης)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.