χοντροκέφαλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντροκέφαλος η χοντροκέφαλη το χοντροκέφαλο
      γενική του χοντροκέφαλου της χοντροκέφαλης του χοντροκέφαλου
    αιτιατική τον χοντροκέφαλο τη χοντροκέφαλη το χοντροκέφαλο
     κλητική χοντροκέφαλε χοντροκέφαλη χοντροκέφαλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντροκέφαλοι οι χοντροκέφαλες τα χοντροκέφαλα
      γενική των χοντροκέφαλων των χοντροκέφαλων των χοντροκέφαλων
    αιτιατική τους χοντροκέφαλους τις χοντροκέφαλες τα χοντροκέφαλα
     κλητική χοντροκέφαλοι χοντροκέφαλες χοντροκέφαλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χοντροκέφαλος < χοντρο- + κεφαλ- (< κεφάλι) + -ος

Επίθετο

χοντροκέφαλος, -η, -ο

  1. (κυριολεκτικά) που έχει χοντρό κεφάλι
     συνώνυμα: χοντροκαύκαλος
  2. (μεταφορικά) που δύσκολα μαθαίνει ή καταλαβαίνει, που δε διακρίνεται για την εξυπνάδα του
  3. (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) ο ισχυρογνώμονας, ο πεισματάρης

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.