χοντρο-

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χοντρο- < χοντρός ή χονδρός

Πρόθημα

χοντρο- και χοντρό- και χοντρ-

α΄ συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι κάποιος ή κάτι :
  1. έχει μεγάλο βάρο ή όγκο
  2. χαρακτηρίζεται από αδεξιότητα
  3. δε διακρίνεται από εξυπνάδα και ευστροφία
  4. γίνται δύσκολα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.