χοντροκεφαλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοντροκεφαλιά οι χοντροκεφαλιές
      γενική της χοντροκεφαλιάς των χοντροκεφαλιών
    αιτιατική τη χοντροκεφαλιά τις χοντροκεφαλιές
     κλητική χοντροκεφαλιά χοντροκεφαλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χοντροκεφαλιά < χοντροκέφαλος + -ιά

Ουσιαστικό

χοντροκεφαλιά θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.