χοληδόχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | χοληδόχος | το | χοληδόχο | ||
| γενική | του/της | χοληδόχου | του | χοληδόχου | ||
| αιτιατική | τον/τη | χοληδόχο | το | χοληδόχο | ||
| κλητική | χοληδόχε | χοληδόχο | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | χοληδόχοι | τα | χοληδόχα | ||
| γενική | των | χοληδόχων | των | χοληδόχων | ||
| αιτιατική | τους/τις | χοληδόχους | τα | χοληδόχα | ||
| κλητική | χοληδόχοι | χοληδόχα | ||||
| Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -η. | ||||||
| ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χοληδόχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χοληδόχος[1] < (χολή) χολη- + -δόχος (δέχομαι)
Επίθετο
χοληδόχος, -ος, -ο
- (ανατομία) που περιέχει ή που δέχεται χολή
- χοληδόχος κύστη, χοληδόχος πόρος
Μεταφράσεις
χοληδόχος
|
|
Αναφορές
- χοληδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | χοληδόχος | τὸ | χοληδόχον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | χοληδόχου | τοῦ | χοληδόχου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | χοληδόχῳ | τῷ | χοληδόχῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | χοληδόχον | τὸ | χοληδόχον | ||
| κλητική ὦ! | χοληδόχε | χοληδόχον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | χοληδόχοι | τὰ | χοληδόχᾰ | ||
| γενική | τῶν | χοληδόχων | τῶν | χοληδόχων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | χοληδόχοις | τοῖς | χοληδόχοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | χοληδόχους | τὰ | χοληδόχᾰ | ||
| κλητική ὦ! | χοληδόχοι | χοληδόχᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χοληδόχω | τὼ | χοληδόχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χοληδόχοιν | τοῖν | χοληδόχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χοληδόχος < αρχαία ελληνική χολή) χολη- + -δόχος (δέχομαι)[1]
Επίθετο
χοληδόχος, -ος, -ον (ελληνιστική κοινή)
Πηγές
- χοληδόχος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χοληδόχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.