χιτώνιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | χιτώνιον | τὰ | χιτώνιᾰ |
| γενική | τοῦ | χιτωνίου | τῶν | χιτωνίων |
| δοτική | τῷ | χιτωνίῳ | τοῖς | χιτωνίοις |
| αιτιατική | τὸ | χιτώνιον | τὰ | χιτώνιᾰ |
| κλητική ὦ! | χιτώνιον | χιτώνιᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χιτωνίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | χιτωνίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χιτώνιον < χιτών + υποκοριστικό επίθημα -ιον
Ουσιαστικό
χιτώνιον ουδέτερο
- (ενδυμασία) φόρεμα ή πουκάμισο γυναικείο
- (ελληνιστική σημασία) και για άνδρες
Πηγές
- χιτώνιον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χιτώνιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.