χινοπωριάτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χινοπωριάτικος η χινοπωριάτικη το χινοπωριάτικο
      γενική του χινοπωριάτικου της χινοπωριάτικης του χινοπωριάτικου
    αιτιατική τον χινοπωριάτικο τη χινοπωριάτικη το χινοπωριάτικο
     κλητική χινοπωριάτικε χινοπωριάτικη χινοπωριάτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χινοπωριάτικοι οι χινοπωριάτικες τα χινοπωριάτικα
      γενική των χινοπωριάτικων των χινοπωριάτικων των χινοπωριάτικων
    αιτιατική τους χινοπωριάτικους τις χινοπωριάτικες τα χινοπωριάτικα
     κλητική χινοπωριάτικοι χινοπωριάτικες χινοπωριάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χινοπωριάτικος < χινόπωρ(ο) + -ιάτικος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /çi.no.poɾˈʝa.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χινοπωριάτικος

Επίθετο

χινοπωριάτικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.