χινοπωριάτικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χινοπωριάτικος | η | χινοπωριάτικη | το | χινοπωριάτικο |
| γενική | του | χινοπωριάτικου | της | χινοπωριάτικης | του | χινοπωριάτικου |
| αιτιατική | τον | χινοπωριάτικο | τη | χινοπωριάτικη | το | χινοπωριάτικο |
| κλητική | χινοπωριάτικε | χινοπωριάτικη | χινοπωριάτικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χινοπωριάτικοι | οι | χινοπωριάτικες | τα | χινοπωριάτικα |
| γενική | των | χινοπωριάτικων | των | χινοπωριάτικων | των | χινοπωριάτικων |
| αιτιατική | τους | χινοπωριάτικους | τις | χινοπωριάτικες | τα | χινοπωριάτικα |
| κλητική | χινοπωριάτικοι | χινοπωριάτικες | χινοπωριάτικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χινοπωριάτικος < χινόπωρ(ο) + -ιάτικος [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.no.poɾˈʝa.ti.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χι‐νο‐πω‐ριά‐τι‐κος
Συγγενικά
- χινοπωριάτικα (επίρρημα)
- → δείτε τις λέξεις χινόπωρο, φθινόπωρο, φθίνω και οπώρα
Μεταφράσεις
χινοπωριάτικος
|
Αναφορές
- χινοπωριάτικος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.