χιμαιρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιμαιρικός | η | χιμαιρική | το | χιμαιρικό |
| γενική | του | χιμαιρικού | της | χιμαιρικής | του | χιμαιρικού |
| αιτιατική | τον | χιμαιρικό | τη | χιμαιρική | το | χιμαιρικό |
| κλητική | χιμαιρικέ | χιμαιρική | χιμαιρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιμαιρικοί | οι | χιμαιρικές | τα | χιμαιρικά |
| γενική | των | χιμαιρικών | των | χιμαιρικών | των | χιμαιρικών |
| αιτιατική | τους | χιμαιρικούς | τις | χιμαιρικές | τα | χιμαιρικά |
| κλητική | χιμαιρικοί | χιμαιρικές | χιμαιρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χιμαιρικός < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.