ουτοπικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουτοπικός | η | ουτοπική | το | ουτοπικό |
| γενική | του | ουτοπικού | της | ουτοπικής | του | ουτοπικού |
| αιτιατική | τον | ουτοπικό | την | ουτοπική | το | ουτοπικό |
| κλητική | ουτοπικέ | ουτοπική | ουτοπικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουτοπικοί | οι | ουτοπικές | τα | ουτοπικά |
| γενική | των | ουτοπικών | των | ουτοπικών | των | ουτοπικών |
| αιτιατική | τους | ουτοπικούς | τις | ουτοπικές | τα | ουτοπικά |
| κλητική | ουτοπικοί | ουτοπικές | ουτοπικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ουτοπικός < ουτοπία
Επίθετο
ουτοπικός
- Μη σκέφτεσαι τέτοια ουτοπικά πράγματα.
- Ο Μαρξ αποκαλούσε τους προηγούμενούς του σοσιαλιστές εκπροσώπους του ουτοπικού σοσιαλισμού.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.