χιλιοστόγραμμο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χιλιοστόγραμμο | τα | χιλιοστόγραμμα |
| γενική | του | χιλιοστόγραμμου & χιλιοστογράμμου |
των | χιλιοστόγραμμων & χιλιοστογράμμων |
| αιτιατική | το | χιλιοστόγραμμο | τα | χιλιοστόγραμμα |
| κλητική | χιλιοστόγραμμο | χιλιοστόγραμμα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χιλιοστόγραμμο < (καθαρεύουσα) χιλιοστό- + -γραμμον < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική milligramme [1]
Συνώνυμα
- μιλιγκράμ
- χιλιοστογραμμάριο (σπάνιο)
Αναφορές
- χιλιοστόγραμμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.