χιλιοστογραμμάριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χιλιοστογραμμάριο τα χιλιοστογραμμάρια
      γενική του χιλιοστογραμμαρίου
& χιλιοστογραμμάριου
των χιλιοστογραμμαρίων
    αιτιατική το χιλιοστογραμμάριο τα χιλιοστογραμμάρια
     κλητική χιλιοστογραμμάριο χιλιοστογραμμάρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

χιλιοστογραμμάριο ουδέτερο

Συνώνυμα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.