εκατοστόγραμμο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εκατοστόγραμμο τα εκατοστόγραμμα
      γενική του εκατοστόγραμμου
& εκατοστογράμμου
των εκατοστόγραμμων
& εκατοστογράμμων
    αιτιατική το εκατοστόγραμμο τα εκατοστόγραμμα
     κλητική εκατοστόγραμμο εκατοστόγραμμα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκατοστόγραμμο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἑκατοστόγραμμον (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centigramme).[1] Συγχρονικά αναλύεται σε εκατοστ(ός) + -ό- + γραμμ(ή) + -ο.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.ka.toˈsto.ɣɾa.mo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκατοστόγραμμο

Ουσιαστικό

εκατοστόγραμμο ουδέτερο

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.