χιλιομετροδείκτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χιλιομετροδείκτης | οι | χιλιομετροδείκτες |
| γενική | του | χιλιομετροδείκτη | των | χιλιομετροδεικτών |
| αιτιατική | τον | χιλιομετροδείκτη | τους | χιλιομετροδείκτες |
| κλητική | χιλιομετροδείκτη | χιλιομετροδείκτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χιλιομετροδείκτης < χιλιόμετρο + -ο- + δείκτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /xi.ʎo.me.tɾoˈði.ktis/
Ουσιαστικό
χιλιομετροδείκτης αρσενικό
- σήμα στις εθνικές οδούς που κανονικά τοποθετείται ανά χιλιόμετρο ή αναγράφει την απόσταση από τη μεγαλύτερη πόλη
- ένδειξη στο καντράν του αυτοκινήτου για τα χιλιόμετρα που έχει διανύσει η μηχανή του οχήματος
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις χιλιόμετρο, χίλια, μέτρο, δείκτης και δείχνω
Μεταφράσεις
χιλιομετροδείκτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.