καντράν
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καντράν < (άμεσο δάνειο) γαλλική cadran < λατινική quadrans < quattuor < πρωτοϊταλική *kʷettwōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷetwṓr < *kʷetwóres
_-_dashboard.jpg.webp)
καντράν αυτοκινήτου

παλαιού τύπου τηλεφωνικό καντράν
Ουσιαστικό
καντράν ουδέτερο άκλιτο
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.