καντράν

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καντράν < (άμεσο δάνειο) γαλλική cadran < λατινική quadrans < quattuor < πρωτοϊταλική *kʷettwōr < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷetwṓr < *kʷetwóres
καντράν αυτοκινήτου
παλαιού τύπου τηλεφωνικό καντράν

Ουσιαστικό

καντράν ουδέτερο άκλιτο

  1. επιφάνεια με διάφορες ενδείξεις, πίνακας με διάφορες όργανα μέτρησης (π.χ. δίπλα στο τιμόνι κάποιου οχήματος)
    τοξόβαθμο· το κοινό τοξοειδώς βαθμονομημένο καντράν
  2. ο δίσκος ή πίνακας (πληκτρολόγιο) με τους αριθμούς πραγματοποίησης κλήσης σε κάποια τηλεφωνική συσκευή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.