χιλιαναθεματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χιλιαναθεματισμένος | η | χιλιαναθεματισμένη | το | χιλιαναθεματισμένο |
| γενική | του | χιλιαναθεματισμένου | της | χιλιαναθεματισμένης | του | χιλιαναθεματισμένου |
| αιτιατική | τον | χιλιαναθεματισμένο | τη | χιλιαναθεματισμένη | το | χιλιαναθεματισμένο |
| κλητική | χιλιαναθεματισμένε | χιλιαναθεματισμένη | χιλιαναθεματισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χιλιαναθεματισμένοι | οι | χιλιαναθεματισμένες | τα | χιλιαναθεματισμένα |
| γενική | των | χιλιαναθεματισμένων | των | χιλιαναθεματισμένων | των | χιλιαναθεματισμένων |
| αιτιατική | τους | χιλιαναθεματισμένους | τις | χιλιαναθεματισμένες | τα | χιλιαναθεματισμένα |
| κλητική | χιλιαναθεματισμένοι | χιλιαναθεματισμένες | χιλιαναθεματισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- χιλιαναθεματισμένος < χιλι- (χίλιες φορές) + αναθεματισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αναθεματίζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /çi.ʎa.na.θe.ma.tiˈzme.nos/
Συγγενικά
- χιλιανάθεμά σε!
- → και δείτε τη λέξη ανάθεμα
Μεταφράσεις
χιλιαναθεματισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.