φαρμακολύτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | φαρμακολύτρια | οι | φαρμακολύτριες |
| γενική | της | φαρμακολύτριας | των | φαρμακολυτριών |
| αιτιατική | τη | φαρμακολύτρια | τις | φαρμακολύτριες |
| κλητική | φαρμακολύτρια | φαρμακολύτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φαρμακολύτρια < μεσαιωνική ελληνική φαρμακολύτρια < φάρμακον + λύτρια (< λύω: λύνω)
Ουσιαστικό
φαρμακολύτρια θηλυκό
- αυτή που λύνει τα μάγια
- Ἡ Ἁγία Ἀναστασία ἡ Φαρμακολύτρια εἶν᾽ ἐκείνη, ἥτις χαλνᾷ τὰ μάγια, ἤτοι λύει πᾶσαν γοητείαν καὶ μεθοδείαν πονηρὰν ὑπ᾽ ἐχθρῶν γινομένην. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Φαρμακολύτρια, 1900)
- φαρμακολύτρα
Μεταφράσεις
φαρμακολύτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.