κογχοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κογχοειδής | η | κογχοειδής | το | κογχοειδές |
| γενική | του | κογχοειδούς* | της | κογχοειδούς | του | κογχοειδούς |
| αιτιατική | τον | κογχοειδή | την | κογχοειδή | το | κογχοειδές |
| κλητική | κογχοειδή(ς) | κογχοειδής | κογχοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κογχοειδείς | οι | κογχοειδείς | τα | κογχοειδή |
| γενική | των | κογχοειδών | των | κογχοειδών | των | κογχοειδών |
| αιτιατική | τους | κογχοειδείς | τις | κογχοειδείς | τα | κογχοειδή |
| κλητική | κογχοειδείς | κογχοειδείς | κογχοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κογχοειδής < αρχαία ελληνική κογχοειδής
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ κογχοειδής | τὸ κογχοειδές | οἱ, αἱ κογχοειδεῖς | τὰ κογχοειδῆ |
| Γενική | τοῦ, τῆς κογχοειδοῦς | τοῦ κογχοειδοῦς | τῶν κογχοειδῶν | τῶν κογχοειδῶν |
| Δοτική | τῷ, τῇ κογχοειδεῖ | τῷ κογχοειδεῖ | τοῖς, ταῖς κογχοειδέσι(ν) | τοῖς κογχοειδέσι(ν) |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν κογχοειδῆ | τὸ κογχοειδές | τοὺς, τὰς κογχοειδεῖς | τὰ κογχοειδῆ |
| Κλητική | κογχοειδές | κογχοειδές | κογχοειδεῖς | κογχοειδῆ |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | κογχοειδεῖ | |||
| Γενική-Δοτική | κογχοειδοῖν | |||
Εκφράσεις
- κογχοειδής καμπύλη
- Ο αρχαίος μαθηματικός Νικομήδης ανακάλυψε την κογχοειδή καμπύλη, με την βοήθεια της οποίας έλυσε το Δήλιο πρόβλημα και την τριχοτόμηση γωνίας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.