χεροβολιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χεροβολιά | οι | χεροβολιές |
| γενική | της | χεροβολιάς | των | χεροβολιών |
| αιτιατική | τη | χεροβολιά | τις | χεροβολιές |
| κλητική | χεροβολιά | χεροβολιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χεροβολιά < χερόβολο + -ιά < μεσαιωνική ελληνική χερόβολον < αρχαία ελληνική χείρ + βάλλω
Ουσιαστικό
χεροβολιά θηλυκό
- το να πιάνεις κάτι με το χέρι
- (συνεκδοχικά) χερόβολο
- Μια μορφή αρχαϊκά ωραία της Κύπρου, της δουλευτάρας, της αγρότισσας, που έχει στεφανωμένο το μελαχρινό της μέτωπο με μια χεροβολιά χρυσά στάχυα. (Εμμανουήλ Κάσδαγλης, Κύπρος ’74)
Μεταφράσεις
χεροβολιά
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.