geste
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- geste < λατινική gestus
Προφορά
- ⓘ
Ετυμολογία
- geste < λατινική gesta, κατορθώματα
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| geste | gestes |
geste (fr) θηλυκό
- το σύνολο των επικών ποιημάτων του Μεσαίωνα, που περιγράφουν τα κατορθώματα ενός ήρωα
Παράγωγα
- gestique
- gestuel
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.