χασάπικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χασάπικος | η | χασάπικη | το | χασάπικο |
| γενική | του | χασάπικου | της | χασάπικης | του | χασάπικου |
| αιτιατική | τον | χασάπικο | τη | χασάπικη | το | χασάπικο |
| κλητική | χασάπικε | χασάπικη | χασάπικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χασάπικοι | οι | χασάπικες | τα | χασάπικα |
| γενική | των | χασάπικων | των | χασάπικων | των | χασάπικων |
| αιτιατική | τους | χασάπικους | τις | χασάπικες | τα | χασάπικα |
| κλητική | χασάπικοι | χασάπικες | χασάπικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χασάπικος αρσενικό
- ελληνικός παραδοσιακός λαϊκός χορός, ο οποίος πριν την Μικρασιατική Καταστροφή ήταν διαδεδομένος στα παράλια τις Μικράς Ασίας. Ήταν αρχικά συντεχνιακός χορός που χορεύονταν από τη συντεχνία των χασάπηδων στην Κωνσταντινούπολη.
Σύνθετα
Μεταφράσεις
χασάπικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.