χασάπικο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χασάπικο | τα | χασάπικα |
| γενική | του | χασάπικου | των | χασάπικων |
| αιτιατική | το | χασάπικο | τα | χασάπικα |
| κλητική | χασάπικο | χασάπικα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χασάπικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χασάπικος
-
χασάπικο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.