χασάπικο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασάπικο τα χασάπικα
      γενική του χασάπικου των χασάπικων
    αιτιατική το χασάπικο τα χασάπικα
     κλητική χασάπικο χασάπικα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασάπικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χασάπικος

Ουσιαστικό

χασάπικο ουδέτερο

  1. κρεοπωλείο
  2. (χορός) είδος λαϊκού χορού

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.