συντεχνιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συντεχνιακός | η | συντεχνιακή | το | συντεχνιακό |
| γενική | του | συντεχνιακού | της | συντεχνιακής | του | συντεχνιακού |
| αιτιατική | τον | συντεχνιακό | τη | συντεχνιακή | το | συντεχνιακό |
| κλητική | συντεχνιακέ | συντεχνιακή | συντεχνιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συντεχνιακοί | οι | συντεχνιακές | τα | συντεχνιακά |
| γενική | των | συντεχνιακών | των | συντεχνιακών | των | συντεχνιακών |
| αιτιατική | τους | συντεχνιακούς | τις | συντεχνιακές | τα | συντεχνιακά |
| κλητική | συντεχνιακοί | συντεχνιακές | συντεχνιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συντεχνιακός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
συντεχνιακός εκείνος που αναφέρεται στη συντεχνία
Μεταφράσεις
συντεχνιακός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.