χασαποσέρβικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χασαποσέρβικος οι χασαποσέρβικοι
      γενική του χασαποσέρβικου των χασαποσέρβικων
    αιτιατική τον χασαποσέρβικο τους χασαποσέρβικους
     κλητική χασαποσέρβικε χασαποσέρβικοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασαποσέρβικος < χασάπικος + σέρβικος

Ουσιαστικό

χασαποσέρβικος αρσενικό

  • παραδοσιακός ελληνικός λαϊκός χορός, από την Κωνσταντινούπολη και τη Μικρά Ασία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.