kasap

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

kasap < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قصاب (kasab) < αραβική قصاب (qaṣṣāb) < αραμαϊκή קצבא / ܩܰܨܳܒܳܐ (qaṣṣābā)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kɑˈsɑp/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kasap

Ουσιαστικό

kasap (tr)

  1. χασάπης, κρεοπώλης
  2. χασάπικο, κρεοπωλείο
  3. (μεταφορικά) ο σφαγιαστής ανθρώπων
    insan kasabı - ο σφαγιαστής ανθρώπων
  4. (μεταφορικά) ο κακός γιατρός, ιδίως ο χειρουργός που ευθύνεται για θανάτους ασθενών

Συγγενικά

Κλίση

Αναφορές

  1. kasap - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.