χαρτοποιία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτοποιία οι χαρτοποιίες
      γενική της χαρτοποιίας των χαρτοποιιών
    αιτιατική τη χαρτοποιία τις χαρτοποιίες
     κλητική χαρτοποιία χαρτοποιίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτοποιία (μαρτυρείται από το 1821)[1] < χαρτο- + -ποιία

Ουσιαστικό

χαρτοποιία θηλυκό

  • η βιομηχανία κατασκευής χαρτιού ή χαρτικών

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.