χαρτοποιία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαρτοποιία | οι | χαρτοποιίες |
| γενική | της | χαρτοποιίας | των | χαρτοποιιών |
| αιτιατική | τη | χαρτοποιία | τις | χαρτοποιίες |
| κλητική | χαρτοποιία | χαρτοποιίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
- χαρτοποιείο
- χαρτοβιομηχανία
- βιομηχανία χάρτου
Συγγενικά
Αναφορές
- σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.