χαρτοποιός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρτοποιός | οι | χαρτοποιοί |
| γενική | του | χαρτοποιού | των | χαρτοποιών |
| αιτιατική | τον | χαρτοποιό | τους | χαρτοποιούς |
| κλητική | χαρτοποιέ | χαρτοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτοποιός: λόγια λέξη > (καθαρεύουσα) > χάρτης + -ποιός, (μαρτυρείται από το 1889)[1]
Ουσιαστικό
χαρτοποιός αρσενικό
- (επάγγελμα) που απασχολείται στη διαδικασία της χαρτοποιίας, είτε ως εργαζόμενος στην παρασκευή χάρτου είτε ως εργοδότης
Μεταφράσεις
χαρτοποιός
|
|
Αναφορές
- σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.