χαρτοβιομήχανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαρτοβιομήχανος | οι | χαρτοβιομήχανοι |
| γενική | του | χαρτοβιομήχανου & χαρτοβιομηχάνου |
των | χαρτοβιομήχανων & χαρτοβιομηχάνων |
| αιτιατική | τον | χαρτοβιομήχανο | τους | χαρτοβιομήχανους & χαρτοβιομηχάνους |
| κλητική | χαρτοβιομήχανε | χαρτοβιομήχανοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαρτοβιομήχανος < χαρτο- + βιομήχανος
Ουσιαστικό
χαρτοβιομήχανος αρσενικό
- το φυσικό πρόσωπο στο οποίο ανήκει μια χαρτοβιομηχανία, το πρόσωπο που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών σε μια εταιρεία του χώρου
Μεταφράσεις
χαρτοβιομήχανος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.