παίχτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | παίχτης | οι | παίχτες |
| γενική | του | παίχτη | των | παιχτών |
| αιτιατική | τον | παίχτη | τους | παίχτες |
| κλητική | παίχτη | παίχτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- παίχτης < ελληνιστική παίκτης
Μεταφράσεις
παίχτης
|
→ δείτε τη λέξη παίκτης |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.