χαρτοπαίχτρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρτοπαίχτρια οι χαρτοπαίχτριες
      γενική της χαρτοπαίχτριας των χαρτοπαιχτριών
    αιτιατική τη χαρτοπαίχτρια τις χαρτοπαίχτριες
     κλητική χαρτοπαίχτρια χαρτοπαίχτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαρτοπαίχτρια < χαρτοπαίχτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -τρια

Ουσιαστικό

χαρτοπαίχτρια θηλυκό

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε χαρτοπαίχτης

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.