χαρτογραφημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χαρτογραφημένος η χαρτογραφημένη το χαρτογραφημένο
      γενική του χαρτογραφημένου της χαρτογραφημένης του χαρτογραφημένου
    αιτιατική τον χαρτογραφημένο τη χαρτογραφημένη το χαρτογραφημένο
     κλητική χαρτογραφημένε χαρτογραφημένη χαρτογραφημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χαρτογραφημένοι οι χαρτογραφημένες τα χαρτογραφημένα
      γενική των χαρτογραφημένων των χαρτογραφημένων των χαρτογραφημένων
    αιτιατική τους χαρτογραφημένους τις χαρτογραφημένες τα χαρτογραφημένα
     κλητική χαρτογραφημένοι χαρτογραφημένες χαρτογραφημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χαρτογραφημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου χαρτογραφώ

Μετοχή

χαρτογραφημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.