χαρτογραφώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χαρτογραφώ < χαρτογράφος

Ρήμα

χαρτογραφώ

  1. συλλέγω δεδομένα και συντάσσω χάρτη (ναυτικό, υδρογραφικό, μετεωρολογικό, γεωλογικό, τοπογραφικό, ωκεανογραφικό, αστρονομικό, χάρτη αεροπλοΐας, κ.α.)
  2. (κατ’ επέκταση) συλλέγω στοιχεία για να εξάγω συμπεράσματα όχι απαραιτήτως γεωγραφικά
    ...χαρτογραφούν τους κοινωνικούς δρόμους, τα περάσματα και τους τόπους που οραματίστηκε η Αριστερά αλλά και στοχάζονται διατοπικά για το ποιος είναι ο χώρος της ριζοσπαστικής πολιτικής σήμερα ("Η Αυγή", 19-8-12)

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.