cute
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | cute |
| συγκριτικός | cuter |
| υπερθετικός | cutest |
Επίθετο
cute (en)
- γλυκός, χαριτωμένος και ελκυστικός
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) όμορφος, σεξουαλικά ελκυστικός
- ↪ the cute boys - οι όμορφα αγόρια
- (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) έξυπνος, μερικές φορές με ενοχλητικό τρόπο
- ↪ Don’t try being too cute!
- Μην παρακάνεις τον έξυπνο!
- ↪ Don’t try being too cute!
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.