cute

Αγγλικά (en)

παραθετικά
θετικός cute
συγκριτικός cuter
υπερθετικός cutest

Επίθετο

cute (en)

  1. γλυκός, χαριτωμένος και ελκυστικός
    This girl has a very cute face.
    Αυτή η κοπέλα έχει πολύ γλυκό πρόσωπο.
    This girl is cute, although she is not beautiful.
    Αυτή η κοπέλα είναι χαριτωμένη, αν και δεν είναι όμορφη.
    a cute little song - ένα χαριτωμένο τραγουδάκι
     συνώνυμα:  pretty και sweet
  2. (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) όμορφος, σεξουαλικά ελκυστικός
    the cute boys - οι όμορφα αγόρια
  3. (ειδικά αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο) έξυπνος, μερικές φορές με ενοχλητικό τρόπο
    Don’t try being too cute!
    Μην παρακάνεις τον έξυπνο!

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.