χαμηλόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | χαμηλόφωνος | η | χαμηλόφωνη | το | χαμηλόφωνο |
| γενική | του | χαμηλόφωνου | της | χαμηλόφωνης | του | χαμηλόφωνου |
| αιτιατική | τον | χαμηλόφωνο | τη | χαμηλόφωνη | το | χαμηλόφωνο |
| κλητική | χαμηλόφωνε | χαμηλόφωνη | χαμηλόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | χαμηλόφωνοι | οι | χαμηλόφωνες | τα | χαμηλόφωνα |
| γενική | των | χαμηλόφωνων | των | χαμηλόφωνων | των | χαμηλόφωνων |
| αιτιατική | τους | χαμηλόφωνους | τις | χαμηλόφωνες | τα | χαμηλόφωνα |
| κλητική | χαμηλόφωνοι | χαμηλόφωνες | χαμηλόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.miˈlo.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μη‐λό‐φω‐νος
Επίθετο
χαμηλόφωνος
- (για άνθρωπο) που μιλάει με χαμηλή φωνή
- (για λόγο) που εκφέρεται με χαμηλή φωνή
- (μεταφορικά) που εκφράζεται διακριτικά, που δεν έχει ύφος μεγαλοπρεπές, πομπώδες ή περισπούδαστο
- ↪ η χαμηλόφωνη ποίηση των συμβολιστών
Συγγενικά
Μεταφράσεις
χαμηλόφωνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.