επιχάλκωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιχάλκωση | οι | επιχαλκώσεις |
| γενική | της | επιχάλκωσης* | των | επιχαλκώσεων |
| αιτιατική | την | επιχάλκωση | τις | επιχαλκώσεις |
| κλητική | επιχάλκωση | επιχαλκώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επιχαλκώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιχάλκωση < επιχαλκώνω + -ση
Μεταφράσεις
επιχάλκωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.