χαλάζι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χαλάζι | τα | χαλάζια |
| γενική | του | χαλαζιού | των | χαλαζιών |
| αιτιατική | το | χαλάζι | τα | χαλάζια |
| κλητική | χαλάζι | χαλάζια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χαλάζι < μεσαιωνική ελληνική χαλάζιν < ελληνιστική κοινή χαλάζιον < αρχαία ελληνική χάλαζα[1] + κατάληξη υποκοριστικού -ιον
Προφορά
- ΔΦΑ : /xaˈla.zi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λά‐ζι
Ουσιαστικό

Κόκκοι χαλαζιού
χαλάζι ουδέτερο
- (μετεωρολογία) μορφή υετού από σφαιρικά συνήθως κομμάτια πάγου διαφόρων μεγεθών
- είν' τα χιόνια σας πολλά και τα χαλάζια λίγα (δημοτικό)
- το καθένα από τα σφαιρικά αυτά κομμάτια πάγου
- το χαλάζι ήταν στο μέγεθος της φακής
- η χαλαζόπτωση
- (μεταφορικά) οτιδήποτε υλικό ή άυλο επιπίπτει με μεγάλη ορμή ή μαζικά
- οι πέτρες έπεφταν σαν το χαλάζι.
- οι μηνύσεις θα πέσουν σαν το χαλάζι.
-
χαλάζι στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
χαλάζι
Αναφορές
- χαλάζι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.