χαλάζι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλάζι τα χαλάζια
      γενική του χαλαζιού των χαλαζιών
    αιτιατική το χαλάζι τα χαλάζια
     κλητική χαλάζι χαλάζια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χαλάζι < μεσαιωνική ελληνική χαλάζιν < ελληνιστική κοινή χαλάζιον < αρχαία ελληνική χάλαζα[1] + κατάληξη υποκοριστικού -ιον

Προφορά

ΔΦΑ : /xaˈla.zi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χαλάζι

Ουσιαστικό

Κόκκοι χαλαζιού

χαλάζι ουδέτερο

  1. (μετεωρολογία) μορφή υετού από σφαιρικά συνήθως κομμάτια πάγου διαφόρων μεγεθών
    είν' τα χιόνια σας πολλά και τα χαλάζια λίγα (δημοτικό)
  2. το καθένα από τα σφαιρικά αυτά κομμάτια πάγου
    το χαλάζι ήταν στο μέγεθος της φακής
  3. η χαλαζόπτωση
  4. (μεταφορικά) οτιδήποτε υλικό ή άυλο επιπίπτει με μεγάλη ορμή ή μαζικά
    οι πέτρες έπεφταν σαν το χαλάζι.
    οι μηνύσεις θα πέσουν σαν το χαλάζι.

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.