χαλαζόπτωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χαλαζόπτωση | οι | χαλαζοπτώσεις |
| γενική | της | χαλαζόπτωσης* | των | χαλαζοπτώσεων |
| αιτιατική | τη | χαλαζόπτωση | τις | χαλαζοπτώσεις |
| κλητική | χαλαζόπτωση | χαλαζοπτώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, χαλαζοπτώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.laˈzo.pto.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λα‐ζό‐πτω‐ση
Ουσιαστικό
χαλαζόπτωση θηλυκό
- (μετεωρολογία) το μετεωρολογικό φαινόμενο της πτώσης χαλαζιού
- ※ Ισχυρή βροχόπτωση συνοδευόμενη από έντονη χαλαζόπτωση διάρκειας είκοσι λεπτών ήταν αρκετή για να προκαλέσει χθες μεγάλη καταστροφή σε καλλιέργειες στους δήμους Αρριανών και Μαρωνείας Σαπών. (Μαρία Νικολάου, Σφοδρή χαλαζόπτωση έπληξε καλλιέργειες της Ροδόπης, ΕΡΤ, 8 Ιουλίου 2020)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.