χαλαζόκοκκος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χαλαζόκοκκος | οι | χαλαζόκοκκοι |
| γενική | του | χαλαζοκόκκου | των | χαλαζοκόκκων |
| αιτιατική | τον | χαλαζόκοκκο | τους | χαλαζοκόκκους |
| κλητική | χαλαζόκοκκε | χαλαζόκοκκοι | ||
| Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Χαλαζόκοκκοι στο έδαφος
Προφορά
- ΔΦΑ : /xa.laˈzo.ko.kos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐λα‐ζό‐κοκ‐κος
Μεταφράσεις
χαλαζόκοκκος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.